περιεκτική

περιεκτική
περιεκτικός
containing
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιεκτικῇ — περιεκτικός containing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Takis Fotopoulos — Infobox Philosopher region = Political Philosophy era = 20th / 21st century philosophy color = #B0C4DE image size = 180px image caption = name = Takis Fotopoulos birth = October 14, 1940 (Chios, Greece) school tradition = Founder of the Inclusive …   Wikipedia

  • Takis Fotopoulos — Nacimiento 14 de octubre de 1 …   Wikipedia Español

  • αγριελοβόλι — και αγριλοβόλι, το πλήθος από άγριες ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριελιά + περιεκτική κατάλ. βόλι] …   Dictionary of Greek

  • αγριελοθέμι — και αγριλοθέμι, το το αγριελοβόλι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριελιά + περιεκτική κατάλ. θέμι] …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • ζωντόβολο — το (Μ ζωντόβολο[ν]) (για βόδια, άλογα κ.ά. κατοικίδια ζώα) ζώο, κτήνος νεοελλ. 1. (μτφ. για πρόσ., υβριστικά) αυτός που είναι τόσο ανόητος ώστε δεν διαφέρει από ζώο 2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδράνθρωπος, αγροίκος μσν. 1. κατοικίδιο ζώο 2.… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • συνοδικός — ή, ό / συνοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοδος] αυτός που αναφέρεται σε σύνοδο τού Ηλίου και τής Σελήνης νεοελλ. 1. αστρον. όρος χρησιμοποιούμενος κατά τη μελέτη των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων τού ηλιακού συστήματος στην περίπτωση όλων τών κατά πλάτος… …   Dictionary of Greek

  • βιντεοκλίπ — (video clip). Σύντομη και περιεκτική κινηματογραφική σύνθεση, προορισμένη να συνοδεύσει με εντυπωσιακή εικόνα ένα μουσικό κομμάτι. Έλκει την αισθητική του από την τέχνη της διαφήμισης, αφού χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για την προώθηση ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”